Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κραταίρινος
κραταίωμα
κραταιῶς
κραταίωμα,
ατος
(
τὸ
) [
ᾰτ
] appui solide, force,
Spt.
Ps.
42, 2
.
Étym.
κραταιόω
.