Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κρεοφαγία
κρεοφάγος
Κρεόφυλος
κρεο·φάγος,
ος, ον
[
ᾰ
]
c.
κρεωφάγος,
Hdt.
4, 186 ;
Arstt.
P.A.
4, 12, 9
.