κριϐανίκιος

κριϐανίτης

κριϐανοειδής
κριϐανίτης, ου [ῑᾰῑ] adj. m. cuit au four de campagne, Ar. Ach. 87 ; ὁ κρ. (s. e. ἄρτος) Ar. Ach. 1123, pain cuit au four de campagne.
Étym. κρίϐανος.