κριϐανίτης

κριϐανοειδής

κρίϐανον
*κριϐανο·ειδής, réc. κλιϐανο·ειδής, ής, ές [ῑᾰ] semblable à un four de campagne, Diosc. 1, 96.
Étym. κρίϐανος, εἶδος.