Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κριθοπομπία
κριθοπώλης
κριθοτράγος
κριθο·πώλης,
ου
(
ὁ
) [
ῑ
] marchand d’orge,
Hippiatr.
p. 4
.
Étym.
κριθή, πωλέω
.