Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κριθοπώλης
κριθοτράγος
κριθοφαγία
κριθο·τράγος,
ος, ον
[
ῑᾰ
] qui mange de l’orge,
Ar.
Av.
231
.
Étym.
κριθή, τρώγω
.