κροκύφαντος

κροκώδης

κροκωτίδιον
κροκώδης, ης, ες, c. κροκοειδής, Diosc. 1, 26.
Étym. κρόκος, -ωδης.
κροκώδης, ης, ες, semblable à un fil, Plat. Pol. 309b.
Étym. κρόκη, -ωδης.