Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κροκύφαντος
κροκώδης
κροκωτίδιον
κροκώδης,
ης, ες,
c.
κροκοειδής,
Diosc.
1, 26
.
Étym.
κρόκος, -ωδης
.
κροκώδης,
ης, ες,
semblable à un fil,
Plat.
Pol.
309
b
.
Étym.
κρόκη, -ωδης
.