Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κροκύς
κροκύφαντος
κροκώδης
κροκ·ύφαντος,
ος, ον
[
ῠ
] :
1
tissé légèrement ;
τὸ κροκύφαντον,
M. Ant.
2, 2,
voile léger ||
2
c.
κεκρύφαλος,
Gal.
14, 472
.
Étym.
κρόκη, ὑφαίνω
.