κρόμμυον

κρομμυοξυρεγμία

κρομμυώδης
κρομμυ·οξυρεγμία, ou p.-ê. κρομμυ·οξερυγμία, ας () [ξῠ] rot d’un homme qui a mangé de l’oignon, Ar. Pax 529.
Étym. κρόμμυον, ὀξύς, ἐρεύγομαι.