κρουνός

κρουνοχυτρολήραιος

κρούνωμα
κρουνο·χυτρο·λήραιος, ου () flux de paroles, d’où bavard insupportable, Ar. Eq. 89 (vulg. -ον).
Étym. κρουνός, χύτρα, λῆρος.