κρυμός

κρυμώδης

κρυόεις
κρυμώδης, ης, ες [] glacé, Hpc. 364, 29 ; DP. 780 ; Anth. 9, 561 ||
Cp. -έστερος, Théagès p. 694.
Étym. κρυμός, -ωδης.