κρυψιμέτωπος

κρυψίνοος-ους

κρύψιππος
κρυψί·νοος-ους, οος-ους, οον-ουν [] qui cache sa pensée, dissimulé, Xén. Cyr. 1, 6, 27, etc.
Étym. κρύπτω, νόος.