κρυσταλλοφανής

κρυσταλλόω-ῶ

κρυσταλλώδης
κρυσταλλόω-ῶ (pass. ao. ἐκρυσταλλώθην, pf. κεκρυστάλλωμαι) c. κρυσταίνω, Phil. 2, 174.