κρυσταλλόω-ῶ

κρυσταλλώδης

κρύφα
κρυσταλλώδης, ης, ες, c. κρυσταλλοειδής, Str. 4, 6, 6 Kram. ; DC. 49, 31 ; Diosc. 5, 160.
Étym. κρ. -ωδης.