κτηνοτροφία

κτηνοτρόφος

κτηνώδης
κτηνο·τρόφος, ου (ὁ, ἡ) qui nourrit du bétail, DS. 1, 74 ; Spt. Num. 32, 4.
Étym. κτῆνος, τρέφω.