κτηνοτρόφος

κτηνώδης

κτηνωδῶς
κτηνώδης, ης, ες, qui ressemble à une bête, brutal, stupide, Spt. Ps. 72, 22 ||
Cp. -έστερος, Hsch.
Étym. κτῆνος, -ωδης.