κυαναυγής

κυαναῦλαξ

Κυάνεαι
κυαν·αῦλαξ, ακος (ὁ, ἡ) [ᾰᾰκ] aux mottes sombres ou noires, Poèt. (Hld. 2, 26).
Étym. κ. αὖλαξ.