κυανοϐενθής

κυανοϐλέφαρος

κυανοειδής
κυανο·ϐλέφαρος, ος, ον [ᾰᾰ] aux paupières garnies de cils noirs, ou p.-ê. aux yeux noirs, Anth. 5, 61.
Étym. κ. βλέφαρον.