κυανοϐλέφαρος

κυανοειδής

κυανόθριξ
κυανο·ειδής, ής, ές [] d’un bleu sombre, noirâtre, Eur. Hel. 179 ; Arstt. G.A. 5, 1.
Étym. κ. εἶδος.