κυανοχαῖτα

κυανοχαίτης

κυανόχροος
κυανο·χαίτης, ου [ῡᾰ] adj. m. à la chevelure ou à la crinière noire, Il. 20, 224 ; Od. 9, 536 ; Hh. Cer. 348 (voc. κυανοχαῖτα).
Étym. κυανός, χαίτη.