κυάνοφρυς

κυανοχαῖτα

κυανοχαίτης
κυανο·χαῖτα [ῡᾰν]
1 nom. masc. épq. c. κυανοχαίτης, Il. 13, 563 ; 14, 390 ||
2 indécl. joint au dat. Ποσειδάωνι, c. le suiv. Antim. 27 Kinkel ||
3 voc. du suiv.