κυανόπεζα

κυανόπεπλος

κυανοπλόκαμος
κυανό·πεπλος, ος, ον [ irrég. ; ] au voile sombre ou noir, Hh. Cer. 320, etc. ; Hés. Th. 406.
Étym. κ. πέπλον.