κυανόπεπλος

κυανοπλόκαμος

κυανοπρώϊρα
κυανο·πλόκαμος, ος, ον [ῠᾰᾰ] aux boucles noires ou d’un bleu sombre, Q. Sm. 5, 345.
Étym. κ. πλόκαμος.