κυανοῦς

κυάνοφρυς

κυανοχαῖτα
κυάν·οφρυς, υς, υ, gén. υος [ῠᾰ] aux sourcils sombres ou noirs, Thcr. Idyl. 3, 18 ; 17, 53 (κυανός 2, ὀφρύς).