κυανοειδής

κυανόθριξ

κυανοκρήδεμνος
κυανό·θριξ, τριχος (ὁ, ἡ) [ᾰῐχ] aux cheveux d’un noir bleuâtre, Orph. Arg. 1192 ; Anth. 6, 250.
Étym. κ. θρίξ.