κυκλοτερῶς

κυκλοφορέομαι-οῦμαι

κυκλοφορητικός
κυκλοφορέομαι-οῦμαι, se mouvoir circulairement, Arstt. Mund. 2 ; Plut. M. 927b, 952e.
Étym. κυκλοφόρος.