κυκλοφορέομαι-οῦμαι

κυκλοφορητικός

κυκλοφορητικῶς
κυκλοφορητικός, ή, όν, qui se meut circulairement, Plut. M. 1004c ; Gal. 2, 30.
Étym. κυκλοφορέομαι.