κυλικεῖον

κυλικηγορέω-ῶ

κυλίκιον
κυλικ·ηγορέω-ῶ [ῠῐ] causer de boissons ou en buvant, Pratin. (Ath. 461e, 480e).
Étym. κύλιξ, ἀγορεύω.