κυματοειδής

κυματόεις

Κυματολήγη
κυματόεις, όεσσα, όεν [ῡᾰ]
1 couvert de vagues, Opp. H. 1, 4 ||
2 battu des vagues, Arstt. Pepl. 24.
Étym. κῦμα.