κυματοπλήξ

κυματότροφος

κυματοτρόφος
κυματό·τροφος, ος, ον [ῡᾰ] nourri par les flots, qui vit dans les flots, Eur. fr. 637 Nauck.
Étym. κ. τρέφω ; v. κυματοφθόρος.