Κυματολήγη

κυματοπλήξ

κυματότροφος
κυματο·πλήξ, ῆγος (ὁ, ἡ) [ῡᾰ]
1 battu des flots, Soph. O.C. 1241 ; Anth. 10, 7 ||
2 ballotté par les flots, Hpc. 357, 49 ||
E κυματόπληξ, Hpc. l. c.
Étym. κῦμα, πλήσσω.