κυματωγή

κυματώδης

κυμάτωσις
κυματώδης, ης, ες [ῡᾰ] c. κυματοειδής, Arstt. Probl. 23, 29, 1 ; en parl. du pouls, agité, Gal. 8, 33 ||
Cp. -έστερος, Arstt. l. c.
Étym. κ. -ωδης.