κυματόω-ῶ

κυματωγή

κυματώδης
κυματ·ωγή, ῆς () [ῡᾰ] rivage où se brisent les flots, Hdt. 4, 196 ; 9, 100 ; Luc. Nav. 9 ; Sext. 395.
Étym. κῦμα, ἄγνυμι.