κυμϐαλίζω

κυμϐάλιον

Κυμϐάλιον
κυμϐάλιον, ου (τὸ) []
1 petite cymbale, Héron Aut. 258 ||
2 cotylet, plante, Diosc. 4, 92.
Étym. κύμϐαλον.