κυμάτωσις

κυμϐαλίζω

κυμϐάλιον
κυμϐαλίζω (ao. ἐκυμϐάλισα) [] jouer des cymbales, Luc. Cal. 16, Mén. 4, 166 Meineke.
Étym. κύμϐαλον.