κυμινοπρίστης

κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος

κυμινότριϐος
κυμινοπριστο·καρδαμο·γλύφος, ου () [ῠῑδᾰῠ] qui scie le cumin et racle le cresson, c. à d. avare renforcé, Ar. Vesp. 1357.
Étym. κυμινοπρίστης, κάρδαμος, γλύφω.