Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κυμινοπρίστης
κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος
κυμινότριϐος
κυμινοπριστο·καρδαμο·γλύφος,
ου
(
ὁ
) [
ῠῑδᾰῠ
] qui scie le cumin et racle le cresson,
c. à d.
avare renforcé,
Ar.
Vesp.
1357
.
Étym.
κυμινοπρίστης, κάρδαμος, γλύφω
.