κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος

κυμινότριϐος

κυμινώδης
κυμινό·τριϐος, ος, ον [ῠῑῐ] broyé et mêlé avec du cumin, Archestr. (Ath. 320b).
Étym. κύμινον, τρίϐω.