κυνάνθρωπος νόσος

κυνάρα

κυνάριον
κυνάρα, ας () [ῠᾰρ] Soph. fr. 318 ; Scyl. (Ath. 70c) ou κύναρος ἄκανθα, églantier, Hécat. (Ath. 70a) ; Soph. fr. 643.
Étym. cf. κινάρα.