κυνοκοπέω-ῶ

κυνοκράμϐη

κυνοκτόνον
κυνο·κράμϐη, ης () [] chou de chien, sorte de télygone, plante, Diosc. 4, 192 ; Geop. 13, 4, 7 ; 13, 7, 1.