κυνηγετικός

κυνηγέτις

κυνηγέω-ῶ
κυνηγέτις, ιδος [ῠῐδ] adj. f. chasseresse, A. Tat. 8, 12 ||
E Dor. κυναγέτις [] Anth. 6, 115.
Étym. fém. de κυνηγέτης.