κυπαρισσίας

κυπαρίσσινος

κυπαρίσσιον
κυπαρίσσινος, att. -ίττινος, η, ον [ῠᾰῑν] de cyprès, Od. 17, 340 ; Thc. 2, 34 ; κυπαρίττιναι μνῆμαι, Plat. Leg. 741c, souvenirs gravés sur des boîtes de cyprès ||
E κυπαρίττινος, Plat. l. c. ; Pol. 10, 27, 10.
Étym. κυπάρισσος.