Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Κυπαρισσήεις
κυπαρισσίας
κυπαρίσσινος
κυπαρισσίας,
ου
(
ὁ
) [
ῠᾰρ
] sorte d’euphorbe,
plante,
Diosc.
4, 165
.
Étym.
κυπάρισσος
.