κηρύκαινα

κηρυκεία

κηρύκειον
κηρυκεία, ας () []
1 charge de héraut, Plat. Leg. 742b ||
2 salaire d’un crieur public, Is. (Harp.) ||
E Ion. -κηΐη, Hdt. 7, 134.
Étym. κῆρυξ.