κηρυκεία

κηρύκειον

κηρύκειος
κηρύκειον, ου (τὸ) [] caducée, insigne des hérauts, Thc. 1, 53 ; Pol. 3, 52, 3 ||
E Ion. -κήϊον, Hdt. 9, 100.
Étym. propr. neutre de κηρύκειος.