κωλυσίδειπνος

κωλυσιδρόμα

κωλυσιεργέω-ῶ
κωλυσι·δρόμα, ας [ῡῐᾱ] adj. f. qui empêche de courir, Luc. Trag. 198.
Étym. κ. δρόμος.