κωλυσανέμας

κωλυσίδειπνος

κωλυσιδρόμα
κωλυσί·δειπνος, ος, ον [ῡῐ] qui empêche de souper, Apd. (Ath. 63d) ; Plut. M. 726a.
Étym. κωλύω, δεῖπνον.