κωλυτής

κωλυτικός

κωλυτός
κωλυτικός, ή, όν [] capable d’empêcher, gén. Arstt. Rhet. 1, 6, 2 ||
Cp. -ώτερος, Xén. Mem. 4, 5, 7.
Étym. κωλύω.