Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιΐα
κωμῳδοποιός
κωμῳδοποιΐα,
ας
(
ἡ
) confection d’une comédie,
Plut.
M.
348
a
.
Étym.
κωμῳδοποιός
.