κωμῳδοποιΐα

κωμῳδοποιός

κωμῳδός
κωμῳδο·ποιός, οῦ () auteur comique, Plat. Ap. 18d, etc. ; Arstt. Rhet. 3, 3 ; Poet. 4.
Étym. κωμῳδία, ποιέω.