Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Κωρυκιώτης
κωρυκοϐολία
κωρυκομαχία
κωρυκο·ϐολία,
ας
(
ἡ
) [
ῠ
] sorte de jeu de ballon,
Arét.
p. 135, 45
.
Étym.
κώρυκος, βάλλω
.